εξελικτικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εξέλιξη («εξελικτική μορφή διδασκαλίας», «εξελικτική πορεία τής οικονομίας») 2. αυτός που αποδέχεται τη βιολογική θεωρία τής εξέλιξης. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξελίσσω. Η λ. μαρτυρείται στην εφημερίδα Αστήρ τής… … Dictionary of Greek
άστρο — και άστρι και αστρί, το (AM ἄστρον) 1. το αστέρι 2. ο έξοχος, ο υπέροχος («αυτός είναι άστρο», «Ἀκροκόρινθον Ἑλλάδος ἄστρον») νεοελλ. 1. ο αστερισμός, το ζώδιο κάθε ανθρώπου («γεννήθηκε σε καλό άστρο») 2. α) «άστρο της ημέρας» ο ήλιος β) «άστρο… … Dictionary of Greek
εώος — ἐῷος, α, ον και ἑώϊος, ον και ιων. και ομηρ. τ. ἠοῑος, ον (Α) [ἕως ΙΙ] 1. αυτός που γίνεται την αυγή, ο πρωινός, ο εωθινός 2. αυτός που κείται προς την ανατολή, ο ανατολικός 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἑῴα η Ανατολή, οι χώρες τής Ανατολής ως επαρχίες… … Dictionary of Greek